- τόμιον
- τὸ, Α [τομή / τόμος]1. σφάγιο που έχει τεμαχιστεί σε θυσία και πάνω στο οποίο δίνονταν όρκοι («ἵππον λαβοῡσαι τόμιον ἐντεμοίμεθα», Αριστοφ.)2. ακατέργαστο κομμάτι ξύλου, κούτσουρο3. στον πληθ. τὰ τόμιατα μέρη τού σφαγίου που χρησιμοποιούνται κατά την τελετή θυσίας, τα κοψίδια («καί μοι δότω τὰ τόμιά τις», Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.